ανεκπληκτοτατον

ανεκπληκτοτατον
    ἀνεκπληκτότατον
    τό высшая степень неустрашимости Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεκπληκτοτατον" в других словарях:

  • ἀνεκπληκτότατον — ἀνέκπληκτος undaunted masc acc superl sg ἀνέκπληκτος undaunted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»